- ὀκρυόεντος
- ὀκρυόειςchillingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκρυόεις — ὀκρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. ψυχρός, παγερός 2. μτφ. τρομερός, φοβερός («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από κακό χωρισμό τών λέξεων στη φρ. ἐπιδημίοο κρυόεντος, στίχου τής Ιλ. Ο τ. πιθ.… … Dictionary of Greek